Οι εικόνες αυτές ενισχύουν απόλυτα το δίκαιο, διαρκές και αδιαπραγμάτευτο αίτημα της Ελλάδας για την επανένωση των Γλυπτών”, τονίζει η Υπουργός Πολιτισμού.
Μία ακόμη απόδειξη του πόσο εγκαταλελειμμένα στην τύχη τους είναι τα ελληνικά εκθέματα στο Βρετανικό Μουσείο, όπου φυλάσσονται σε όχι απλά ακατάλληλες, αλλά σε επικίνδυνες και προσβλητικές συνθήκες, αποτελούν οι νέες εικόνες που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα The Art Newspaper, η οποία δημοσίευσε και τις σχετικές φωτογραφίες, οι έντονες βροχοπτώσεις που έπληξαν το Λονδίνο τις τελευταίες ημέρες του Ιούλιου προκάλεσαν εισροή νερού από τη οροφή σε μια από τις επτά γκαλερί με τα ελληνικά εκθέματα, ανάμεσα στα οποία και βρίσκονται και τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Το νερό άφησε μάλιστα το αποτύπωμά του στους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η έκθεσή τους ξανά στο κοινό.
Συγκεκριμένα, επτά γκαλερί ελληνικής τέχνης, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αναμενόταν να ανοίξουν ξανά στο τέλος περασμένου μήνα, μετά το επτάμηνο κλείσιμό τους λόγω του lockdown, αλλά και εργασιών συντήρησης, ωστόσο η εισροή νερού ανέβαλε τα σχέδια του Βρετανικού Μουσείου.
Μιλώντας μάλιστα στην «The Art Newspaper», εκπρόσωπός του επιβεβαίωσε ότι «υπήρχε κάποια εισροή νερού σε μία από τις γκαλερί», σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει ποια είναι αυτή, όπως και πότε θα ανοίξουν ξανά οι εκθέσεις για το κοινό.
Σημειώνεται ότι κατά το παρελθόν, πολλές φορές έχει ανεγερθεί το ζήτημα των άσχημων συνθηκών… κράτησης της πολύτιμης κληρονομιάς της χώρας μας στο Βρετανικό Μουσείο.
Το 2018 άλλωστε το φως της δημοσιότητας είχαν δει εικόνες με νερό να στάζει από το ταβάνι στην γκαλερί όπου στεγάζονται τα γλυπτά, τα οποία αφαίρεσε από τον Παρθενώνα ο Λόρδος Έλγιν την αρχή του 19ου αιώνα.
Υπεύθυνοι του μουσείου είχαν απαντήσει τότε ότι «κανένα από τα γλυπτά δεν έχει υποστεί ζημιά», ενώ «το ζήτημα έχει αντιμετωπιστεί».
Από την πλευρά της αναφερόμενη στις νέες ντροπιαστικές εικόνες, η Υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, έκανε λόγο για προσβλητικές έως επικίνδυνες συνθήκες έκθεσης των Γλυπτών του Παρθενώνα που ενισχύουν απόλυτα το «δίκαιο, διαρκές και αδιαπραγμάτευτο αίτημα» της Ελλάδας για την επιστροφή τους.
Αφού υπενθυμίζει, δε, ότι «τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν είχαν δημοσιευθεί αντίστοιχες φωτογραφίες, είχαμε τονίσει ότι οι εικόνες αυτές ενισχύουν απόλυτα το δίκαιο, διαρκές και αδιαπραγμάτευτο αίτημα της Ελλάδας για την επανένωση των Γλυπτών», ξεκαθαρίζει ότι «τα Γλυπτά του Παρθενώνα, του κορυφαίου μνημείου του Δυτικού Πολιτισμού, πρέπει να επιστρέψουν στη γενέθλια γη, να πάψουν να είναι αποκομμένα από το μνημείο, στο οποίο ανήκουν και από το οποίο αποσπάστηκαν βίαια, και να εκτεθούν ξανά στο αττικό φως».
Το κοινό είχε την ευκαιρία να δει για τελευταία φορά τα ελληνικά εκθέματα του μουσείου τον Δεκέμβριο του 2020.
Στις 16 του μήνα, το μουσείο έκλεισε λόγω lockdown και μπορεί να άνοιξε ξανά πέντε μήνες αργότερα, στις 17 Μαΐου 2021, ωστόσο οι ελληνικές γκαλερί παρέμειναν κλειστές, λόγω των εργασιών συντήρησης.
Η απάντηση του Βρετανικού Μουσείου
Για το ζήτημα τοποθετήθηκε, πάντως, στην ΕΡΤ, υπεύθυνος του Βρετανικού Μουσείου, επιβεβαιώνοντας ότι «οι αίθουσες 13 έως 18 στο ισόγειο του Βρετανικού Μουσείου έχουν αφαιρεθεί προσωρινά από τη δημόσια πρόσβαση», καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη εργασίες που καθυστέρησαν λόγω του κορονοϊού.
«Περαιτέρω εργασίες και έρευνες πραγματοποιήθηκαν φέτος το καλοκαίρι και αυτές οι γκαλερί είναι προς το παρόν κλειστές για να διασφαλιστεί η ασφάλεια των επισκεπτών μας», τονίζει, προσθέτοντας:
«Αυτά τα βασικά έργα αποτελούν μέρος ενός προγράμματος συντήρησης, το οποίο θα βοηθήσει να γίνουν μελλοντικά έργα στο κτίριο του Μουσείου.
Παράλληλα με αυτές τις βασικές επισκευές, αναπτύσσουμε ένα στρατηγικό masterplan για τη μεταμόρφωση του Μουσείου στο μέλλον.
Θα περιλαμβάνει την ενεργή ανακαίνιση των ιστορικών κτιρίων και της περιουσίας μας, τη βελτίωση της εμπειρίας των επισκεπτών μας και την ανάληψη μιας φιλόδοξης επανάληψης της συλλογής στα επόμενα χρόνια».
Καταλήγοντας, υποστηρίζει ότι το Μουσείο είναι «ένα ιστορικό και διατηρητέο κτίριο», ενώ «υπάρχουν συνεχείς αξιολογήσεις υποδομής σε ολόκληρο τον χώρο».
«Έχουμε μια ομάδα ειδικών που κάνουν τακτικούς ελέγχους σε όλο το Μουσείο για να παρακολουθούν και να διασφαλίζουν την κατάλληλη διαχείριση των κινδύνων για τη συλλογή μας.
Η φροντίδα της συλλογής και η ασφάλεια των επισκεπτών και του προσωπικού μας αποτελούν ύψιστη προτεραιότητά μας», υποστηρίζει